συλαγωγώ

συλαγωγώ
-έω, ΜΑ
παίρνω κάποιον ως αιχμάλωτο, αιχμαλωτίζω
αρχ.
διαρπάζω λάφυρα, λαφυραγωγά>.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον / σύλη + -αγωγῶ (< -αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ-αγωγώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συλαγωγία — ἡ, Α [συλαγωγῶ] διαρπαγή, ληστεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”